ελαιόπιτα

ελαιόπιτα
ελαιόπιτα, η το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά τη συντριβή ελαιούχων καρπών ή σπόρων και την αποστράγγιση των λαδιών τους και το οποίο είναι άριστη κτηνοτροφή ή λίπασμα ή καύσιμη ύλη, η πυρήνα, το πιτάρι, η πίτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελαιόπιτα — η η μάζα από υπολείμματα ελαιούχων καρπών ή σπόρων μετά την αποστράγγιση τού χρήσιμου λαδιού που περιέχουν, πυρήνα, πίτα, πιτάρι (χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμη ύλη ή τροφή ζώων) …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπλακούντας — ο ελαιόπιτα …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπυρήνας — ο 1. ο πυρήνας, το κουκκούτσι τής ελιάς, το λιοκούκκουτσο 2. τα στερεά υπολείμματα ελαιοκάρπου που απομένουν μετά την έκθλιψη τού λαδιού, κν. λιοκόκκια (βλ. και ελαιόπιτα) …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • λιοκόκκι — το 1. κουκούτσι ελιάς, ελαιοπυρήνας 2. ελαιόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + κόκκος] …   Dictionary of Greek

  • πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοπυρήνας — ο 1. ο πυρήνας της ελιάς, το κουκούτσι της, το λιοκούκουτσο. 2. η ελαιόπιτα (βλ. λ.), τα λιοκόκκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”